- παραγραμμίζω
- Α1. παραγραμματίζω2. πιθ. θέτω κάτι παράλληλα με μια γραμμή.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + γράμμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραγραμμίζουσι — παραγραμμίζω makes pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) παραγραμμίζω makes pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγραμμίσαι — παραγραμμίζω makes aor inf act παραγραμμίσαῑ , παραγραμμίζω makes aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)